εντρύφηση

εντρύφηση
(Μ ἐντρύφησις, η) τρυφή, ευχαρίστηση, τέρψη, απόλαυση («σ' αμείβω μ' εντρυφήσεις», Βιζυην.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εντρύφηση — η τρυφή, απόλαυση, ηδονή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντρυφήσῃ — ἐντρυφάω revel in aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐντρυφάω revel in aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐντρυφάω revel in fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐντρυφάω revel in aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐντρυφάω revel in aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κατατρύφησις — κατατρύφησις, ἡ (Α) [κατατρυφώ] εντρύφηση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”